- λωβήτειρα
- λωβήτειρα, ἡ (Α)βλ. λωβητήρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λωβήτειρα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβητήρ — λωβητήρ, ῆρος, ὁ, ἡ, θηλ. και λωβήτειρα (Α) 1. υβριστής 2. (για τις Ερινύες) ολέθριος, καταστροφέας («τούτων σε λωβητῆρες ὑστεροφθόροι», Σοφ.) 3. άθλιος, μηδαμινός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «προσβολή, κακομεταχείρηση» + επίθημα τήρ (πρβλ.… … Dictionary of Greek